- κοσμοκράτειρα
- ηβλ. κοσμοκράτορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμοκράτορας — ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, ορος) αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη») μσν. (κολακευτικά) ο αυτοκράτορας αρχ. 1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει… … Dictionary of Greek
κοσμοκράτορας — ο θηλ. κοσμοκράτειρα ο εξουσιαστής του κόσμου: Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν κοσμοκράτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)